- ταυροδέτης
- -ου, ὁ, θηλ. ταυροδέτις, -ιδος, Α(μόνον το θηλ.) αυτή που δένει ταύρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. γλωσσο-δέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυροδέτιν — ταυροδέτης bull binder fem acc sg ταυροδέτις bull binder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροδέτις — ιδος, ἡ, Α βλ. ταυροδέτης … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek